Ανεκπλήρωτος ‘Έρωτας Σκιάχτρα μιας Νύχτας. Η Ιωάννα μας αποκαλύπτει μια ιστορία που πέρασε σαν σύννεφο πάνω από τη ζωή της, μια νύχτα γεμάτη πάθος και αδιευκρίνιστα συναισθήματα, που έμεινε χαραγμένη στη μνήμη της σαν τον ανεκπλήρωτο έρωτα ενός αιώνιου αποτυπώματος. Ήταν μια βραδιά που η μοίρα, σαν αθέατος σκηνοθέτης, την οδήγησε σε έναν άντρα που έφερε μαζί του την αίσθηση της ανατροπής και του αδύνατου.
Στην καρδιά μιας Θεσσαλονίκης γεμάτης νυχτερινές λάμψεις και μυρωδιές, δύο κόσμοι συναντήθηκαν για λίγες ώρες, για να χωρίσουν αμετάκλητα την επόμενη μέρα, αφήνοντας πίσω μόνο το άρωμα της απωθημένης επιθυμίας και την αίσθηση ότι η πραγματικότητα μπορεί να είναι πιο ονειρική απ’ ό,τι νομίζουμε.
Η νύχτα εκείνη είναι τόσο ζωντανή στη μνήμη μου, σαν να μην έχει περάσει ποτέ. Η Θεσσαλονίκη, με την απέραντη θάλασσα και τις μυρωδιές της, με τύλιγε σε έναν κόσμο που δεν ήξερα αν ήθελα να φύγω από αυτόν. Ο αέρας, γεμάτος αλμύρα, έφερε μαζί του υποσχέσεις που δεν μπορούσα να καταλάβω. Και εγώ, εκεί, με την αίσθηση ότι κάτι μου έλειπε—κάτι αόρατο, που δεν μπορούσα να το πιάσω με τα χέρια μου, αλλά το ένιωθα να καίει βαθιά μέσα μου. Έψαχνα τη φλόγα που είχα χάσει εδώ και καιρό, μια φλόγα που μόνο η ανατροπή μπορούσε να ανάψει. Έψαχνα για τη φωτιά που είχα χάσει. Και τότε, εκείνος εμφανίστηκε.
Ο Λεωνίδας. Μάλλον τον ήξερα πριν τον γνωρίσω. Υπήρχε κάτι στο βλέμμα του, κάτι σκοτεινό και έντονο που με έκανε να νιώσω πως η ζωή μου, όσο τακτοποιημένη και ασφαλής κι αν ήταν, χρειαζόταν μια ταραχή. Εκείνη η νύχτα στα Λαδάδικα, γεμάτη μουσική και φώτα που τρεμόπαιζαν, έφερε την ανατροπή. Δεν είχα ποτέ σκεφτεί ότι μια στιγμή θα μπορούσε να με αλλάξει τόσο.
Όταν με πλησίασε και με κοιτούσε με τα μάτια του γεμάτα αμφιβολίες και τόλμη, δεν ήξερα αν έπρεπε να φοβηθώ ή να γελάσω. “Ο ζεϊμπέκικος χρειάζεται πάθος”, του είπα, αλλά η αλήθεια είναι ότι το πάθος ήταν αυτό που ένιωθα μέσα μου εκείνη τη στιγμή—όχι για το χορό, αλλά για τον ίδιο. Εγώ, η γυναίκα που έχει ζήσει με σχέδια και υπολογισμούς, ήθελα κάτι που να με κάνει να ξεχάσω τα πάντα. Να ξεχάσω το αύριο. Και το αύριο, ακριβώς αυτό ήταν που με τρόμαζε.
Η επόμενη μέρα δεν ήταν όπως τις άλλες. Ο Λεωνίδας ήρθε στο σπίτι μου, με ένα μπουκάλι κρασί και μια ελπίδα που τρεμόπαιζε στα μάτια του. Όμως, δεν ήταν αυτό που με έκανε να νιώσω ζωντανή. Ήταν το γεγονός ότι ήξερα πως η νύχτα αυτή, γεμάτη μουσική και ακατανόητο πάθος, δεν μπορούσε να επαναληφθεί. Και το πρώτο φιλί, εκείνο το φιλί, ήταν σαν να άνοιγε ένα παράθυρο στον κόσμο των πιθανών ζωών που μπορούσα να ζήσω. Δεν ήθελα να το χάσω, αλλά ταυτόχρονα φοβόμουν πως ακριβώς αυτό θα συνέβαινε.
Και τότε ήρθε το πρωί. Η απουσία του με τύλιξε σαν μια παλιά μουσική, αυτή που ακούς και πονάς γιατί ξέρεις ότι δεν θα ξαναπαίξεις ποτέ την ίδια μελωδία. Η απουσία του ήταν πιο έντονη από την παρουσία του, και η φωνή του—εκείνη την τελευταία φορά στο τηλέφωνο—είχε τη βαριά θλίψη της απόφασης. Τι ήταν αυτό που μας χώρισε; Η φοβία της δέσμευσης ή η ανάγκη για μια ζωή χωρίς υποσχέσεις; Ίσως και τα δύο. Γιατί τελικά, εκείνο το «Αύριο δεν υπάρχει εδώ» του Λεωνίδα, ήταν ένα ψέμα. Και ξέρεις, τα ψέματα είναι τα πιο γλυκά όταν τα λέμε με το στόμα που αγαπήσαμε.
Ανεκπλήρωτος Έρωτας Σκιάχτρα μιας Νύχτας
Πέντε χρόνια πέρασαν και τώρα, στέκομαι στο μπαλκόνι μου. Το γράμμα του από την Αθήνα, γεμάτο συγνώμη, φαίνεται να μην αφορά πια το άτομο που ήμουν τότε. Είμαι διαφορετική. Έχω άλλες εικόνες γύρω μου, άλλους ανθρώπους, και, ναι, τη σταθερότητα που τόσο λαχταρούσα πριν. Αλλά, αν κοιτάξω πίσω, αν κλείσω τα μάτια και ακούσω τον αέρα της Θεσσαλονίκης, νιώθω πάλι εκείνη την πυρκαγιά που δεν καταλάγιασε ποτέ. Η μνήμη του Λεωνίδα, ο ήχος της μουσικής του, θα είναι πάντα εδώ, σε κάποια γωνιά του μυαλού μου.
Το γράμμα του, όμως, το έριξα στη θάλασσα. Γιατί η θάλασσα, όπως κι εκείνη η νύχτα, παίρνει τα πάντα και τα αφήνει να βυθιστούν στις αμμουδιές του χρόνου. Το μόνο που μένει είναι η σκιά του, και εγώ, που συνεχίζω τη ζωή μου, περπατώντας με το βλέμμα στραμμένο μπροστά, αφήνοντας πίσω τη μοναδική νύχτα που θα μπορούσε να είναι το παν.