Elsa Schiaparelli κορυφαία σχεδιάστρια μόδας των 20s, 30s και 40s. Η Elsa Schiaparelli έγινε γνωστή για τη σουρεαλιστική και γεμάτη χρώμα αισθητική της που είχε παιχνιδιάρικο και εκκεντρικό χαρακτήρα. To 1932 η Elsa Schiaparelli ήταν η μεγαλύτερη αντίπαλος της Coco Chanel. Γνήσια Ιταλίδα αριστοκράτισσα, μεγάλη γλεντζού και η πρώτη δημιουργός ρούχων που έδειξε πως στη μόδα χωράνε οι συνεργασίες. Τα ασχημoόμορφα, η τέχνη και το χιούμορ, καθώς και πως μια επίδειξη μόδας μπορεί να γίνει τόπος ψυχαγωγίας.
Ήταν η πρώτη που έδειξε και εξήγησε πως μπορούμε να φοράμε ρούχα με αφορμή τα οποία ξεκινά μια συζήτηση. Ρούχα που κάνουν ένα πνευματώδες αστείο, χτυπούν μια ευαίσθητη χορδή.
Γεννήθηκε την 10η Σεπτεμβρίου, το έτος 1890. Μεγάλωσε στο Palazzo Corsini.
Ήταν κόρη μιας απογόνου των Μεδίκων και ενός διάσημου καθηγητή με εξειδίκευση στον ισλαμικό πολιτισμό και στον Μεσαίωνα, εξπέρ στα σανσκριτικά. Ο θείος της ήταν αστρονόμος, εκείνος που ανακάλυψε τα «κανάλια» του Άρη. Ένας ξάδελφός τους ήταν ο Ιταλός αιγυπτιολόγος που ανακάλυψε τον τάφο της Νεφερτίτης.
Έδειξε τεράστιο ενδιαφέρον για τις περιπέτειες, τον μυστικισμό, τη μαγεία, τις εξεγέρσεις και τους αρχαίους κόσμους. Έγραφε ποίηση και εκνεύριζε τόσο την οικογένειά της που την έστελνε εσωτερική σε ελβετικό οικοτροφείο. Μέχρι που αρρώσταινε τόσο, που έπρεπε να την πάρουν πίσω. Ανέπτυξε μεγάλο ενδιαφέρον για οτιδήποτε μεταφυσικό, τη μετενσάρκωση, την αστρολογία, την ανάγνωση της παλάμης, τη μελλοντολογία. Μεγάλωσε πεπεισμένη για την ασχήμια της. Γι’ αυτό φρόντιζε πάντα τα ρούχα της να βγάζουν προς τα έξω αυτό που υπήρχε μέσα της και να σφύζουν από αυτοπεποίθηση.
Το ενδιαφέρον της για το ασυνήθιστο της χάρισε fans από το Hollywood. Όπως οι Katharine Hepburn και Marlene Dietrich, ενώ της χάρισε και συνεργασίες με πολλούς καλλιτέχνες, με πιο σημαντική και γνωστή αυτή με τον Salvador Dali.
Elsa Schiaparelli κορυφαία σχεδιάστρια μόδας
Το 1954 δημοσίευσε τα απομνημονεύματα της πολύχρωμης ζωής της. Από το διαμέρισμά της και τη θητεία της στον Ερυθρό Σταυρό στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, μέχρι την επιτυχία στη βιομηχανία της μόδας.
Στην αυτοβιογραφία της μιλάει σε τρίτο πρόσωπο, έχει ένα σωρό ανακρίβειες, μυστικά, σύμβολα και οδηγίες. Αλλά εξομολογείται πώς έγινε σχεδιάστρια μόδας απρόσμενα, ενώ πάντα ήθελε να λέει τις καλύτερες ιστορίες, αυτές που θα θυμούνταν όλοι.
Το Shocking Life είναι μία καταγραφή της εκκεντρικότητάς της αλλά και τις αντικομφορμιστικής της φύσης. Το αφήγημα αλλάζει συχνά από το πρώτο στο τρίτο πρόσωπο. H Schiap άλλωστε, όπως την αποκαλούσαν, πολύ σπάνια έπαιζε σύμφωνα με τους κανόνες. Η αυτοβιογραφία περιλαμβάνεται στη σειρά βιβλίων V&A Fashion Perspectives. Στην οποία μοντέλα, editors περιοδικών αλλά και σχεδιαστές από τους Balenciaga, Balmain, Chanel, Dior και Harper’s Bazaar, ταξιδεύουν τους αναγνώστες στα παρασκήνια.
Το μουσείο εξαιτίας του lockdown αποφάσισε να δώσει δωρεάν στον κόσμο αποσπάσματα από αυτά τα βιβλία.
Στο Shocking Life, η Schiaparelli θυμάται πώς συνέλαβε το πρώτο της σχέδιο, μία πολύ μεγάλη στιγμή για την ιστορία της μόδας.
“Στο Παρίσι η ζωή μου ήταν κάπως βαρετή, με πολύ έντονη μοναξιά. Ευχόμουν να ήμουν άνδρας. Η πιθανότητα να μπορεί κανείς να βγει μόνος του, οποιαδήποτε ώρα και να πάει οπουδήποτε μου προκαλούσε ζήλια. Να περιπλανιέμαι χωρίς λόγο μόνη μου τα βράδια, να κάθομαι σε καφέ, να μην κάνω τίποτα, όλα αυτά ήταν προνόμια που μπορεί να φαίνονταν ασήμαντα, αλλά στην πραγματικότητα κάνουν τη ζωή τόσο πιο ενδιαφέρουσα και ολοκληρωμένη. Η νεότητα και η χαρά δεν ήταν ακόμα δικές μου. Επρόκειτο να γνωρίσω και τα δύο τα επόμενα χρόνια.“
Η Schiap έφτασε σε ένα κομβικό σημείο που αναρωτιόταν για ποιο λόγο ζούσε. Αλλά παρόλο που τα πράγματα ήταν σκοτεινά και μυστηριώδη ήταν σχεδόν χαρούμενη, με τη χαρά του άστεγου, που, έχοντας βρει ένα δωμάτιο για το βράδυ, κοιτάζει τον αέρα και τη βροχή που μαίνονται έξω.
Elsa Schiaparelli κορυφαία σχεδιάστρια μόδας
Ήξερε ότι δεν θα ξαναπαντρευόταν. Ο γάμος της είχε κάνει ένα χτύπημα στο κεφάλι που δεν της άφηνε περιθώριο για δεύτερη προσπάθεια. Από εδώ και στο εξής η ζωή της θα γέμιζε με φιλίες. Κάποιες φορές τρυφερές, κάποιες αποστασιοποιημένες, πνευματώδεις, απότομες και σύντομες. Πάντα γεμάτες μ’ αυτό το άγχος για ιδιωτικότητα και ελευθερία, να μάχεται για μικρές ελευθερίες. Παρόλο που βοηθήθηκε περισσότερο από άλλες γυναίκες τα πήγε καλύτερα με τους άνδρες. Αλλά κανένας άνδρας δεν μπόρεσε να την κρατήσει ολοκληρωτικά. Ίσως το ότι ήταν τόσο απαιτητική, ίσως το ότι είχε την ικανότητα να δίνει τόσο απλόχερα, ποτέ δεν βρήκε τον άντρα που χρειαζόταν.
Κλεινόταν όλο και περισσότερο μέσα σε έναν κύκλο. Χωρίς να υποψιάζεται πως η απίστευτη συσσώρευση ενέργειας και θέλησης θα έβρισκε τρόπο να εκφραστεί. Ήταν καθαρά τυχαίο το ότι ξεκίνησε σε ένα μονοπάτι που καμία από τις αισθήσεις της δεν είχε επιλέξει γι’ αυτήν.
Μια δυο φορές είχα σκεφτεί ότι αντί να ασχολούμαι με τη ζωγραφική και τη γλυπτική, τα οποία έκανα πολύ καλά, θα μπορούσα να φτιάξω φορέματα ή κοστούμια.
Το να σχεδιάζω δεν το θεωρούσα δουλειά, αλλά τέχνη. Το βρήκα πιο δύσκολο και λιγότερο απολαυστικό από την τέχνη, γιατί με το που γεννιέται ένα φόρεμα, ήδη ανήκει στο παρελθόν. Επίσης πολλά είναι τα στοιχεία που απαιτούνται για να καταλάβει κανείς πλήρως το όραμα που έχει ο δημιουργός στο μυαλό του. Η αναπαράσταση ενός φορέματος, τα μέσα για να το φτιάξεις, αλλά και ο περίεργος τρόπος με τον οποίο συμπεριφέρονται τα υλικά, όλα αυτά, όσο καλός και αν είσαι, κρύβουν πάντα μια ελαφριά, αν όχι πικρή, απογοήτευση. Με έναν τρόπο που είναι ακόμα χειρότερο να νιώθεις ικανοποιημένος, γιατί αυτό το φόρεμα που έφτιαξες δεν ανήκει πια σε σένα. Ένα φόρεμα δεν μπορεί να κρέμεται στον τοίχο σαν πίνακας, ή σαν βιβλίο που στέκεται στη βιβλιοθήκη για πολύ καιρό.
Ένα φόρεμα δεν έχει ζωή, παρά μόνο αν φορεθεί.
Από τη στιγμή που αυτό θα γίνει, μια άλλη προσωπικότητα το παίρνει από σένα και του δίνει το χαρακτήρα της, το δοκιμάζει, το γεμίζει δόξα, το καταστρέφει ή το μετατρέπει σε ένα όμορφο τραγούδι. Πιο συχνά γίνεται ένα αδιάφορο αντικείμενο, ή ακόμα χειρότερο, μια θλιβερή καρικατούρα αυτού που ήθελες να γίνει, ένα όνειρο, μια έκφραση.
Με το κεφάλι μου γεμάτο ιδέες, πλησίασα έναν, δυο ανθρώπους. Πήγα στον οίκο Maggy Rouff. Ένας γοητευτικός κύριος, που ήταν πολύ ευγενικός, μου είπε ότι θα ήταν καλύτερο να φυτεύω πατάτες αντί να προσπαθώ να φτιάξω φορέματα, δεν είχα ούτε ταλέντο, ούτε τεχνογνωσία. Όχι ότι είχα πολλές αυταπάτες για το θέμα.
Μια γυναίκα, μια Αμερικανίδα, ήρθε να με δει μια μέρα. Ήταν πολύ έξυπνη και για την περίσταση φορούσε ένα πουλόβερ, το οποίο, παρόλο που ήταν σκέτο, ήταν τελείως διαφορετικό από οτιδήποτε είχα δει μέχρι τότε.
Εγώ δεν είχα καταφέρει ποτέ να φορέσω πουλόβερ ή σπορ ρούχα. Όταν ντυνόμουν για την εξοχή ήμουν σίγουρη ότι ήμουν στα χειρότερα μου, έμοιαζα με σκιάχτρο, τόσο που περίμενα να μην με πλησιάζουν ούτε τα πουλιά στα χωράφια.
Το πουλόβερ που φορούσε η φίλη μου με ιντρίγκαρε. Ήταν πλεγμένο στο χέρι και είχε ένα σταθερό ύφος θα έλεγα. Πολλοί είχαν πει και γράψει ότι ξεκίνησα τη δουλειά μου ενώ καθόμουν σε ένα παράθυρο και έβλεπα τη Μονμάρτη και έπλεκα. Στην πραγματικότητα δεν ήξερα ούτε τη Μονμάρτη, ούτε να πλέκω. Η τέχνη του να κρατάω και να κουνάω αυτές τις δύο μεταλλικές βελόνες και τελικά να παράγω κάτι, ήταν πάντα μυστήριο για μένα, και παραμένει μέχρι σήμερα. Δεν προσπάθησα να μάθω, καθώς ήμουν πεπεισμένη πως ό,τι κι αν προσπαθούσα να κάνω μ’ αυτόν τον τρόπο θα έμοιαζε στο τέλος με σουηδικό τυρί, γεμάτο τρύπες.
Αυτό το πουλόβερ που με ιντρίγκαρε είχε σίγουρα άσχημο χρώμα και σχήμα και, παρόλο που ήταν κάπως ελαστικό, δεν τέντωνε όπως άλλα πουλόβερ.
“Από πού το πήρες;” ρώτησα. “Μία μικρή κυρία…”
Η μικρή κυρία αποδείχτηκε πως ήταν μία επαρχιώτισσα που ζούσε με τον άντρα της. Πήγα να τους δω, γίναμε φίλοι και μείναμε έτσι από τότε. Τους επισκέπτομαι συχνά στο μικρό εργοστάσιό τους, όπου φτιάχνουν διάφορα πλεκτά και τα πουλούν χονδρική.
“Αν κάνω ένα σχέδιο, θα προσπαθήσετε να το αντιγράψετε;” ρώτησα. “Θα προσπαθήσουμε.”
Έτσι ζωγράφισα έναν μεγάλο φιόγκο σαν πεταλούδα στο μπροστά του μέρος, σαν φουλάρι γύρω από το λαιμό –ένα πρώιμο σχέδιο ενός παιδιού σε προϊστορικούς καιρούς. Είπα “ο φιόγκος πρέπει να είναι λευκός πάνω σε μαύρο φόντο και να υπάρχει λευκό από κάτω.”
Οι καημένοι, δεν ενοχλήθηκαν καν από μια τόσο τρελή ιδέα και προσπάθησαν να την καταφέρουν. Αυτό ήταν κάτι που επρόκειτο να ανακαλύψω στην καριέρα μου, το ότι ο κόσμος θα ακολουθούσε τις ιδέες μου με ενθουσιασμό και θα δοκίμαζε χωρίς συζήτηση αυτά που λέω.
Το πρώτο πουλόβερ δεν ήταν επιτυχία. Έγινε κάπως μονόπλευρο και καθόλου ελκυστικό. Θα μπορούσε να ταιριάζει στη Gogo*. To δεύτερο ήταν καλύτερο. Το τρίτο ήταν υπέροχο.
Προσπαθώντας να μην έχω αυτοπεποίθηση, όντας πεπεισμένη βαθιά ότι δεν ήμουν καν glamorous, το φόρεσα σε ένα γεύμα και δημιούργησα μανία. Οι γυναίκες της εποχής αγαπούσαν τα πουλόβερ. Η Chanel είχε φτιάξει πριν πολλά χρόνια machine knitted φορέματα και πουλόβερ. Αυτό ήταν διαφορετικό. Όλες οι γυναίκες το ήθελαν αμέσως.
Έπεσαν πάνω μου σαν τρελές, αλλά η πρώτη από την οποία δέχτηκα παραγγελία ήταν μία buyer του Strauss από τη Νέα Υόρκη. Μου ζήτησε 40 πουλόβερ και 40 φούστες. Επειδή θυμόμουν την ιστορία του Αλή Μπαμπά και των 40 Κλεφτών στις Χίλιες και Μια Νύχτες, στη βιβλιοθήκη του πατέρα μου, είπα ενστικτωδώς αμέσως “Ναι!”
Δεν είχα ιδέα πώς θα φτιάχνονταν μέσα σε 15 μέρες, όπως είχα υποσχεθεί, από αυτή την επαρχιώτισσα από την Αρμενία και τον άντρα της.
Ούτε ήξερα από πού θα προέκυπταν οι φούστες και πώς θα έμοιαζαν.
Η γυναίκα μου από την Αρμενία όμως και εγώ κάναμε ένα συμβούλιο και στρατολογήσαμε διάφορους Αρμένιους εθελοντές από το Παρίσι. Η ομάδα μας πρέπει να ήταν αρκετά μεγάλη γιατί καταφέραμε να μαζέψουμε πολλούς μέσα σε πολύ λίγο χρόνο. Έμαθαν γρήγορα και, εφόσον τους πλήρωνα για το μαλλί, δεν τους πείραζε να περιμένουν για τους μισθούς τους.
Ο μεγάλος φιόγκος εμφανίστηκε σε πολλά χρώματα αλλά κυρίως σε λευκό και μαύρο.
Οι φούστες ήταν πρόβλημα. Από τι θα φτιάχνονταν και ποιος θα τις έφτιαχνε;
Μία νεαρή Γαλλίδα στη γειτονιά με είχε βοηθήσει κάποιες φορές με τα προβλήματα που είχα με τα φορέματά μου. Μιλήσαμε γι’ αυτό και αποφασίσαμε να κάνουμε τις φούστες τελείως σκέτες, χωρίς φαντασία, αλλά λίγο πιο μακριές από ότι πρόσταζε η μόδα, ακριβώς στο γόνατο.
Όμως πού θα βρίσκαμε τα υλικά; Και πώς θα τα πληρώναμε;
Πήγα και πάλι στη Galeries Lafayette και διάλεξα κάποια καλά και φθηνά υλικά από το τμήμα ευκαιριών.
Η παραγγελία ολοκληρώθηκε, στάλθηκε και πληρώθηκε μέσα σε τρεις εβδομάδες. Ουφ!
Έγινα πολύ τολμηρή.
Το μεγάλο φιόγκο ακολούθησαν χαρούμενα μαντήλια για το λαιμό, ανδρικές γραβάτες σε χαρούμενα χρώματα, μαντίλια γύρω από τους γοφούς. Η Anita Loos, στο απόγειο της καριέρας της με το Gentlemen Prefer Blonders, ήταν η πρώτη μου πριβέ πελάτισσα και με τη βοήθειά της έφτασα στη δόξα. Σύντομα το εστιατόριο του Ritz στο Παρίσι ήταν γεμάτο με γυναίκες, από όλο τον κόσμο, με ασπρόμαυρα πουλόβερ.
Επιμέλεια: Γραμματικοπούλου Κωνσταντία