COOKIES Λεμόνι. Σπιτικά cookies με άρωμα λεμόνι! Μαλακά COOKIES λεμόνι soft cookies. Μια εύκολη συνταγή για αρωματικά και πολύ νόστιμα μπισκοτάκια λεμονιού

Υλικά

160 γρ. αλεύρι για όλες τις χρήσεις

70 γρ. μαργαρίνη

180 γρ. ζάχαρη άχνη

1 κ.σ. βανίλια

1 κ.γ. κορν φλάουερ

1 κ.γ. χυμό λεμονιού

1 κ.γ. ξύσμα λεμονιού

Στην μύτη του κ.γ. αλάτι

ζάχαρη άχνη

COOKIES λεμονιού

Εκτέλεση συνταγής

Θα χρειαστούμε ένα μπολ, ένα αντικολλητικό χαρτί ψησίματος και ένα ταψί φούρνου.

Προθερμαίνουμε τον φούρνο στους 175°C

Σε ένα ποτήρι βάζουμε 3 κ.σ. νερό και διαλύουμε το κορν φλάουερ.

Στο μπολ ανακατεύουμε όλα τα υλικά εκτός της ζάχαρης άχνης.

Τοποθετούμε στο ταψί το αντικολλητικό χαρτί και ρίχνουμε κουταλιές από την ζύμη με απόσταση το ένα από το άλλο.

Ψήνουμε για 10 λεπτά ή μέχρι να ροδίσουν οι άκρες των μπισκότων

Τα αφήνουμε να κρυώσουν τα μεταφέρουμε σε σχάρα και τα πασπαλίζουμε με άχνη ζάχαρη

Σερβίρουμε με άχνη ζάχαρη

COOKIES HISTORY

Η ονομασία μπισκότο για όλα αυτά τα παρασκευάσματα καθιερώθηκε το μεσαίωνα στην Αγγλία (bisquite).

Το όνομά του προέρχεται από τη λατινική ονομασία panis biscotus, που σημαίνει “ψωμί ψημένο δύο φορές” (bis: δυο, coquere: ψήνω).

Στην Αμερική τα λένε cookies και μάλλον αυτή η ονομασία προήλθε από το ολλανδικό koekje (τη χρησιμοποιούσαν από το 1703), που σημαίνει «μικρή ή στρογγυλή τούρτα».

Η διαφορά ανάμεσα στο ολλανδικό koekje και το αγγλικό μπισκότο ήταν ότι το πρώτο φούσκωνε ελαφρώς όσο ψηνόταν, ενώ το δεύτερο όχι. 

Όταν οι Ευρωπαίοι άρχισαν να μεταναστεύουν στην Αμερική, οι δυο λέξεις και το ίδιο, αλλά διαφορετικό νόημά τους άρχισαν να συμπίπτουν.

Μετά δε από τον Πόλεμο της Ανεξαρτησίας με την Αγγλία η λέξη cookie σήμαινε μπισκότο.

Σήμερα στην Αμερική, η λέξη cookie αντιπροσωπεύει περισσότερο το ελαφρώς ψηλό μπισκότο, ενώ η λέξη biscuit χρησιμοποιείται για τραγανό ψωμί που έχει ψηθεί μόνο μια φορά.

Στα ιταλικά η λέξη biscotto χρησιμοποιείται ευρύτατα για προϊόντα που έχουν ψηθεί δυο φορές.

Σε ελληνικούς οδηγούς μαγειρικής και στις διαφημίσεις των τελών του 19ου και των αρχών του 20ού αιώνα συναντάμε την ονομασία «δίπυρον», ενώ σε παλαιότερα κείμενα τον «διπυρίτη άρτο» και τον «πλακούντα».