Κονφί – Confit. Η λέξη κονφί στην μαγειρική χρησιμοποιείται σήμερα για διαφορετικές παρασκευές συνταγών σε φαγητά, όπως, ντομάτες, διάφορα λαχανικά, ψάρια και θαλασσινά. Αρκετοί την διαβάζουν στα μενού των γκουρμε και όχι μόνο εστιατορίων.
Πόσοι άραγε γνωρίζουν τι ακριβώς σημαίνει;
Πόσοι από αυτούς εντυπωσιάζονται και παραγγέλνουν ένα πιάτο με παρασκευή κονφί;
Οι υποψιασμένοι θα θεωρήσουν πως το κονφί είναι φαγητό με γλυκιά γεύση ίσως από την γαλλική προέλευση της λέξης.
Κονφί – Confit
Όρος που αναφέρεται στον τρόπο προετοιμασίας και συντήρησης μιας πρώτης ύλης. Ωμής ή μαγειρεμένης, με τη βοήθεια λίπους, αλατιού ή ζάχαρης.
Η λέξη «κονφί» γενικότερα όμως ακολουθεί διάφορα υλικά (π.χ. λεμόνι κονφί, φρούτα κονφί). Υποδηλώνει ότι έχουν υποστεί την ανάλογη διαδικασία που επιτρέπει να διατηρηθούν αναλλοίωτα σε βάθος χρόνου.
Το κλασικό κονφί ξεκίνησε από τη νοτιοδυτική Γαλλία. Πρόκειται για κομμάτια άπαχο χοιρινό, πάπια, άλλα πουλερικά ή κυνήγι. Που αλείφονται με αλάτι ή μένουν στην άλμη για κάποιες ώρες. Κατόπιν αφού στραγγίσουν καλά, σιγοβράζουν μέσα στο λίπος της πάπιας ή του χοιρινού μαζί με μυρωδικά.
Μεταφέρονται έπειτα σε πήλινα δοχεία και φυλάγονται μέσα στο λίπος, το οποίο πρέπει να σκεπάζει τελείως το κρέας.
Είναι δηλαδή το κονφί μια παλιά μέθοδος διατήρησης του κρέατος, από την εποχή που δεν υπήρχαν ψυγεία. Μικρά κομμάτια από αυτό το διατηρημένο κρέας ή τα πουλερικά τα προσθέτουν σε διάφορα φαγητά με φασόλια. Για παράδειγμα, αλλά και σε χειμωνιάτικες σούπες, σε ψητές ή σοταρισμένες πατάτες κ.λπ.
Το κάθε λογής κονφί δίνει βάθος και νοστιμιά, μια και η γεύση του είναι πλούσια, έντονη και αλμυρή.
Τα τελευταία χρόνια, όμως, γίνεται πλατιά χρήση του όρου κονφί. Για κάθε είδους φαγώσιμα που σιγοβράζουν όχι σε λίπος, αλλά σε ελαιόλαδο.
Οι παρασκευές κονφί συντηρούνται για αρκετούς μήνες σε σκοτεινό μέρος. Μπορούν να προσφέρουν γεύση και άρωμα στα φαγητά και τα γλυκά μας.